λεπτοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>leptosyne</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>leptosyne</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λεπτοσύνη]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεπτοσύνη]], ἡ (ΑM) [[λεπτός]]<br />[[λεπτότητα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>leptosyne</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>leptosyne</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λεπτοσύνη]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεπτοσύνη]], ἡ (ΑM) [[λεπτός]]<br />[[λεπτότητα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοσύνη Medium diacritics: λεπτοσύνη Low diacritics: λεπτοσύνη Capitals: ΛΕΠΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: leptosýnē Transliteration B: leptosynē Transliteration C: leptosyni Beta Code: leptosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A = λεπτότης, AP11.110 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 31] ἡ, poet. = λεπτότης, Nicarch. 16 (XI, 110).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσύνη: ἡ = λεπτότης, Ἀνθ. Π. 11. 110.

Greek Monolingual

(I)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosyne < νεολατ. leptosyne (< λεπτοσύνη)].
(II)
λεπτοσύνη, ἡ (ΑM) λεπτός
λεπτότητα.

Greek Monotonic

λεπτοσύνη: ἡ, = λεπτότης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτοσύνη: (ῠ) ἡ Anth. = λεπτότης.

Middle Liddell

λεπτοσύνη, ἡ, = λεπτότης, Anth.]