λεπτόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόγραμμος]], -ον)<br />[[γραμμένος]] ή [[εικονογραφημένος]] με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι [[βιβλίον]]» <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του [[είναι]] λεπτές, [[λεπτοκαμωμένος]]<br /><b>2.</b> χαραγμένος με λεπτές γραμμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισό</i>-<i>γραμμος</i>, <i>μονό</i>-<i>γραμμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόγραμμος]], -ον)<br />[[γραμμένος]] ή [[εικονογραφημένος]] με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι [[βιβλίον]]» <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του [[είναι]] λεπτές, [[λεπτοκαμωμένος]]<br /><b>2.</b> χαραγμένος με λεπτές γραμμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), [[πρβλ]]. <i>ισό</i>-<i>γραμμος</i>, <i>μονό</i>-<i>γραμμος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόγραμμος Medium diacritics: λεπτόγραμμος Low diacritics: λεπτόγραμμος Capitals: ΛΕΠΤΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: leptógrammos Transliteration B: leptogrammos Transliteration C: leptogrammos Beta Code: lepto/grammos

English (LSJ)

ον, A written small or neat, Id.Symp.17.

German (Pape)

[Seite 30] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, βιβλίον Luc. Conviv. 17.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόγραμμος: -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
écrit en caractères très fins.
Étymologie: λεπτός, γράμμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόγραμμος, -ον)
γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος
2. χαραγμένος με λεπτές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ισό-γραμμος, μονό-γραμμος].

Greek Monotonic

λεπτόγραμμος: -ον (γράμμα), αυτός που έχει ψιλές γραμμές, γραμμένος καθαρά ή με κομψά, όμορφα γράμματα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόγραμμος: мелко написанный Luc.

Middle Liddell

λεπτό-γραμμος, ον γράμμα
written small or neat, Luc.