λινοστατώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λινοστατῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] κυνηγετικά δίχτια, [[στήνω]] βρόχια<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>λινοστατοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />περικλείομαι με κυνηγετικό [[δίχτυ]] και συλλαμβάνομαι («ἀλλ' οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> <i>στατῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]]<span style="color: red;"><</span> ασθ. θ. <i>στᾰ</i>- του [[ἵστημι]], <b>[[πρβλ]].</b> [[στάσις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>στατώ</i>, <i>πρωτο</i>-<i>στατώ</i>].
|mltxt=λινοστατῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] κυνηγετικά δίχτια, [[στήνω]] βρόχια<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>λινοστατοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />περικλείομαι με κυνηγετικό [[δίχτυ]] και συλλαμβάνομαι («ἀλλ' οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> <i>στατῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]]<span style="color: red;"><</span> ασθ. θ. <i>στᾰ</i>- του [[ἵστημι]], [[πρβλ]]. [[στάσις]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>στατώ</i>, <i>πρωτο</i>-<i>στατώ</i>].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

λινοστατῶ, -έω (Α)
1. τοποθετώ κυνηγετικά δίχτια, στήνω βρόχια
2. παθ. λινοστατοῦμαι, -έομαι
περικλείομαι με κυνηγετικό δίχτυ και συλλαμβάνομαι («ἀλλ' οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στατῶ (< -στάτης< ασθ. θ. στᾰ- του ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. επι-στατώ, πρωτο-στατώ].