Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάνταλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μάνδαλος]], ο (AM [[μάνδαλος]], Μ και [[μάνταλος]])<br />σιδερένια ή ξύλινη [[ράβδος]] με την οποία κλείνεται από [[μέσα]] η πόρτα ή το [[παράθυρο]], η [[αμπάρα]], ο [[σύρτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρατ.</b> [[μηχανισμός]] του κλείστρου τών πυροβόλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόκκ</i>-<i>αλος</i>). Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μάνδρα]] και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mand</i>- «[[περίφραξη]] με τη [[μορφή]] φράχτη». Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με το <i>ἀμάνδαλον</i> δεν φαίνεται πειστική].
|mltxt=και [[μάνδαλος]], ο (AM [[μάνδαλος]], Μ και [[μάνταλος]])<br />σιδερένια ή ξύλινη [[ράβδος]] με την οποία κλείνεται από [[μέσα]] η πόρτα ή το [[παράθυρο]], η [[αμπάρα]], ο [[σύρτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρατ.</b> [[μηχανισμός]] του κλείστρου τών πυροβόλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλος</i> ([[πρβλ]]. <i>κόκκ</i>-<i>αλος</i>). Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μάνδρα]] και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mand</i>- «[[περίφραξη]] με τη [[μορφή]] φράχτη». Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με το <i>ἀμάνδαλον</i> δεν φαίνεται πειστική].
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μάνδαλος, ο (AM μάνδαλος, Μ και μάνταλος)
σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με την οποία κλείνεται από μέσα η πόρτα ή το παράθυρο, η αμπάρα, ο σύρτης
νεοελλ.
στρατ. μηχανισμός του κλείστρου τών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -αλος (πρβλ. κόκκ-αλος). Η λ. συνδέεται πιθ. με το μάνδρα και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα mand- «περίφραξη με τη μορφή φράχτη». Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το ἀμάνδαλον δεν φαίνεται πειστική].