Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάνταλος

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

και μάνδαλος, ο (AM μάνδαλος, Μ και μάνταλος)
σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με την οποία κλείνεται από μέσα η πόρτα ή το παράθυρο, η αμπάρα, ο σύρτης
νεοελλ.
στρατ. μηχανισμός του κλείστρου τών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -αλος (πρβλ. κόκκαλος). Η λ. συνδέεται πιθ. με το μάνδρα και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα mand- «περίφραξη με τη μορφή φράχτη». Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το ἀμάνδαλον δεν φαίνεται πειστική].