μαιμώσσω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαιμώσσω]] (Α)<br />[[επιθυμώ]] σφοδρά, [[μαιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>μαιμῶ</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ώσσω</i>, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιμ</i>-<i>ώσσω</i>)].
|mltxt=[[μαιμώσσω]] (Α)<br />[[επιθυμώ]] σφοδρά, [[μαιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>μαιμῶ</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ώσσω</i>, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας ([[πρβλ]]. <i>λιμ</i>-<i>ώσσω</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιμώσσω Medium diacritics: μαιμώσσω Low diacritics: μαιμώσσω Capitals: ΜΑΙΜΩΣΣΩ
Transliteration A: maimṓssō Transliteration B: maimōssō Transliteration C: maimosso Beta Code: maimw/ssw

English (LSJ)

late form for μαιμάω, Nic.Th.470.

Greek (Liddell-Scott)

μαιμώσσω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ μαιμάω, Νικ. Θ. 470.

Greek Monolingual

μαιμώσσω (Α)
επιθυμώ σφοδρά, μαιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμῶ, που εμφανίζει επίθημα -ώσσω, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας (πρβλ. λιμ-ώσσω)].