μίσθαρνος: Difference between revisions

From LSJ

γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μίσθαρνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει [[εργασία]] αποβλέποντας μόνο στη χρηματική [[αμοιβή]] την οποία θα λάβει, [[χωρίς]] να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και [[ιδίως]] αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας [[μισθό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>μισθὸν ἄρνυσθαι</i> («[[εργάζομαι]] με [[μισθό]]»), <b>[[πρβλ]].</b> ρ. <i>μισθαρνῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μίσθαρνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει [[εργασία]] αποβλέποντας μόνο στη χρηματική [[αμοιβή]] την οποία θα λάβει, [[χωρίς]] να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και [[ιδίως]] αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας [[μισθό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>μισθὸν ἄρνυσθαι</i> («[[εργάζομαι]] με [[μισθό]]»), [[πρβλ]]. ρ. <i>μισθαρνῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 14:42, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίσθαρνος Medium diacritics: μίσθαρνος Low diacritics: μίσθαρνος Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΟΣ
Transliteration A: místharnos Transliteration B: mistharnos Transliteration C: mistharnos Beta Code: mi/sqarnos

English (LSJ)

ὁ, (μισθός, ἄρνυμαι) A wageearner, Poll.4.48, Hsch. s.v. πελάται.

German (Pape)

[Seite 190] = μισθάρνης, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μίσθαρνος: ὁ, = μισθάρνης, Πολυδ. Δ΄, 48, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μίσθαρνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει εργασία αποβλέποντας μόνο στη χρηματική αμοιβή την οποία θα λάβει, χωρίς να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και ιδίως αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)
αρχ.
αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μισθὸν ἄρνυσθαιεργάζομαι με μισθό»), πρβλ. ρ. μισθαρνῶ].