μεγαλόκοτος: Difference between revisions
From LSJ
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλόκοτος]], -ον (Α)<br />πολύ οργισμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοκότως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[οργή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[οργή]]» ( | |mltxt=[[μεγαλόκοτος]], -ον (Α)<br />πολύ οργισμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοκότως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[οργή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[οργή]]» ([[πρβλ]]. [[βαρύ]]-<i>κοτος</i>, <i>νεό</i>-<i>κοτος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A gloss on ζάκοτος, Sch.Pi.Pae.9.18, EM407.16. Adv. -τως, gloss on ζαφελῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 106] sehr zürnend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλόκοτος: -ον, μεγάλως ὠργισμένος, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 318 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ζάκοτος. ― Ἐπίρρ. μεγαλοκότως Ἡσύχ. ἐν λ. ζαφελῶς.
Greek Monolingual
μεγαλόκοτος, -ον (Α)
πολύ οργισμένος.
επίρρ...
μεγαλοκότως (Α)
με μεγάλη οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ-κοτος, νεό-κοτος)].