μεγαλόσχημος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόσχημος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] στη [[μορφή]] ή στην [[εμφάνιση]], [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. [[μεγαλοσχήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζεται σαν [[σπουδαίος]], [[σπουδαιοφανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] να το αξίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχῆμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>, [[κακό]]-<i>σχημος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόσχημος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] στη [[μορφή]] ή στην [[εμφάνιση]], [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. [[μεγαλοσχήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζεται σαν [[σπουδαίος]], [[σπουδαιοφανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] να το αξίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχῆμα]] ([[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>, [[κακό]]-<i>σχημος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαλόσχημος Medium diacritics: μεγαλόσχημος Low diacritics: μεγαλόσχημος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΟΣ
Transliteration A: megalóschēmos Transliteration B: megaloschēmos Transliteration C: megaloschimos Beta Code: megalo/sxhmos

English (LSJ)

ον, bulky, of particles, Thphr. CP 6.1.6.

German (Pape)

[Seite 107] von großer Gestalt, Theophr.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόσχημος, -ον)
1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης
2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής
2. αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα χωρίς να το αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σχῆμα (πρβλ. εύ-σχημος, κακό-σχημος)].