μεγαλόσχημος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(b) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μεγαλόσχημος | |||
|Medium diacritics=μεγαλόσχημος | |||
|Low diacritics=μεγαλόσχημος | |||
|Capitals=ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΟΣ | |||
|Transliteration A=megalóschēmos | |||
|Transliteration B=megaloschēmos | |||
|Transliteration C=megaloschimos | |||
|Beta Code=megalo/sxhmos | |||
|Definition=ον, [[bulky]], of [[particle]]s, Thphr. ''CP'' 6.1.6. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] von großer Gestalt, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] von großer Gestalt, Theophr. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόσχημος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] στη [[μορφή]] ή στην [[εμφάνιση]], [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. [[μεγαλοσχήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζεται σαν [[σπουδαίος]], [[σπουδαιοφανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] να το αξίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχῆμα]] ([[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>, [[κακό]]-<i>σχημος</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, bulky, of particles, Thphr. CP 6.1.6.
German (Pape)
[Seite 107] von großer Gestalt, Theophr.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόσχημος, -ον)
1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης
2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής
2. αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα χωρίς να το αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σχῆμα (πρβλ. εύ-σχημος, κακό-σχημος)].