μαρτυρόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαρτυρόφρων]], -ονος, -ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να υποστεί μαρτύρια για την [[πίστη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρτυρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλλό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[μαρτυρόφρων]], -ονος, -ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να υποστεί μαρτύρια για την [[πίστη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρτυρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. <i>αλλό</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

μαρτυρόφρων, -ονος, -ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να υποστεί μαρτύρια για την πίστη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. αλλό-φρων].