μαραγγιάζω: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μαραγκιάζω<br /><b>1.</b> (για φυτά, [[άνθη]] και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, [[χάνω]] τη θαλερότητα και τη [[φρεσκάδα]] μου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] την [[ευρωστία]], τη ζωτικότητά μου, [[γερνώ]]<br /><b>3.</b> [[μαραίνω]], [[ξεραίνω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μαραντιάζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μαραντός</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαραίνω]], αναλογικά με άλλα ρήματα σε -<i>γγιάζω</i>, -<i>κιάζω</i> δηλωτικά ασθένειας (<b>[[πρβλ]].</b> [[χτικιάζω]], [[λυγκιάζω]], <i>ξεραγκιάζω</i>)].
|mltxt=και μαραγκιάζω<br /><b>1.</b> (για φυτά, [[άνθη]] και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, [[χάνω]] τη θαλερότητα και τη [[φρεσκάδα]] μου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] την [[ευρωστία]], τη ζωτικότητά μου, [[γερνώ]]<br /><b>3.</b> [[μαραίνω]], [[ξεραίνω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μαραντιάζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μαραντός</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαραίνω]], αναλογικά με άλλα ρήματα σε -<i>γγιάζω</i>, -<i>κιάζω</i> δηλωτικά ασθένειας ([[πρβλ]]. [[χτικιάζω]], [[λυγκιάζω]], <i>ξεραγκιάζω</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μαραγκιάζω
1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου
2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ
3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαραντιάζω < μαραντός < μαραίνω, αναλογικά με άλλα ρήματα σε -γγιάζω, -κιάζω δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. χτικιάζω, λυγκιάζω, ξεραγκιάζω)].