ματαιοπώγων: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματαιοπώγων]], -ονος, ὁ (Α)<br />αυτός για τον οποίο δεν [[ενδιαφέρομαι]] αν θα μεγαλώσει και θα βγάλει γένεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ασπρο</i>-[[πώγων]])].
|mltxt=[[ματαιοπώγων]], -ονος, ὁ (Α)<br />αυτός για τον οποίο δεν [[ενδιαφέρομαι]] αν θα μεγαλώσει και θα βγάλει γένεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. <i>ασπρο</i>-[[πώγων]])].
}}
}}

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπώγων Medium diacritics: ματαιοπώγων Low diacritics: ματαιοπώγων Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΩΓΩΝ
Transliteration A: mataiopṓgōn Transliteration B: mataiopōgōn Transliteration C: mataiopogon Beta Code: mataiopw/gwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, A having a beard in vain, Sch.Theoc.14.28.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπώγων: ὁ, ὁ μάτην ἔχων πώγωνα, Σχόλ. εἰς Θεόκριτ. 14. 28.

Greek Monolingual

ματαιοπώγων, -ονος, ὁ (Α)
αυτός για τον οποίο δεν ενδιαφέρομαι αν θα μεγαλώσει και θα βγάλει γένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. ασπρο-πώγων)].