μεθυστάς: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεθυστάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που συνηθίζει να μεθάει<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων<br />μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, [[οἷον]] τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης [[οὐκέτι]] παρθένοι [[ἦσαν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. τ. του [[μεθυστής]] σχηματισμένος με το [[επίθημα]] -<i>άς</i> ( | |mltxt=[[μεθυστάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που συνηθίζει να μεθάει<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων<br />μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, [[οἷον]] τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης [[οὐκέτι]] παρθένοι [[ἦσαν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. τ. του [[μεθυστής]] σχηματισμένος με το [[επίθημα]] -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[θύστης]] —[[θυστάς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 23 August 2021
English (LSJ)
άδος, fem., A drunken: metaph., μεθυστάδες γάμων Trag.Adesp.238.
Greek Monolingual
μεθυστάς, -άδος, ἡ (Α)
1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων
μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. του μεθυστής σχηματισμένος με το επίθημα -άς (πρβλ. θύστης —θυστάς)].