μελάγγειος: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελάγγειος]], -ον και [[μελάγγεως]], -ων (ΑM, Α και [[μελανόγειος]] και ιων. τ. [[μελάγγαιος]], -ον)<br />(για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> / -<i>γεως</i> / -<i>γαιος</i> (για τη [[μορφή]] του β' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> <i>γη</i>), | |mltxt=[[μελάγγειος]], -ον και [[μελάγγεως]], -ων (ΑM, Α και [[μελανόγειος]] και ιων. τ. [[μελάγγαιος]], -ον)<br />(για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> / -<i>γεως</i> / -<i>γαιος</i> (για τη [[μορφή]] του β' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> <i>γη</i>), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>γειος</i>, <i>βαθύ</i>-<i>γεως</i>, <i>βαθύ</i>-<i>γαιος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελάγγειος:''' Plut. = [[μελάγγαιος]]. | |elrutext='''μελάγγειος:''' Plut. = [[μελάγγαιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, = μελάγγαιος.
German (Pape)
[Seite 117] schwarzerdig, von schwarzem, gutem Boden, Theophr.
Greek Monolingual
μελάγγειος, -ον και μελάγγεως, -ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, -ον)
(για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -γειος / -γεως / -γαιος (για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γη), πρβλ. βαθύ-γειος, βαθύ-γεως, βαθύ-γαιος].
Russian (Dvoretsky)
μελάγγειος: Plut. = μελάγγαιος.