μελίτταινα: Difference between revisions
From LSJ
ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελίτταινα]] και ποιητ. τ. [[μελίκταινα]], ἡ (Α)<br />το [[μελισσοβότανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλιττα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i> ( | |mltxt=[[μελίτταινα]] και ποιητ. τ. [[μελίκταινα]], ἡ (Α)<br />το [[μελισσοβότανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλιττα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i> ([[πρβλ]]. <i>μολύβδ</i>-<i>αινα</i>, <i>φάλ</i>-<i>αινα</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A = μελισσοβότανον, Dsc.3.104:—also μελίττ-αιον, τό, Ps.- Dsc.ibid. Cf. μελίκταινα.
German (Pape)
[Seite 125] ἡ, = μελισσοβότανον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μελίτταινα: ἡ, = μελισσοβότανον, Διοσκ. 3. 118.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mélisse, plante.
Étymologie: μέλισσα.
Greek Monolingual
μελίτταινα και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α)
το μελισσοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. -αινα (πρβλ. μολύβδ-αινα, φάλ-αινα)].