μελιτίτης: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελιτίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[μέλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ( | |mltxt=[[μελιτίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[μέλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>μαργαρ</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 23 August 2021
English (LSJ)
[τῑ] οἶνος, ὁ, A wine prepared with honey, Dsc.5.7. II μ. λίθος honey-stone, ib.133, Gal.12.195, Plin.HN36.140 (v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτίτης: οἶνος [ῑ], ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μετὰ μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. λίθος, εἶδος πολυτίμου λίθου, αὐτόθι 151, Πλίν. 36. 33.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 μελιτίτης οἶνος, vin miellé;
2 μελιτίτης λίθος, topaze, pierre précieuse jaune miel.
Étymologie: μέλι.
Greek Monolingual
μελιτίτης, ὁ (Α)
1. (για κρασί) αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μαργαρ-ίτης)].