μεθέορτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεθέορτος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει [[μετά]] την [[εορτή]] («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μεθέορτα</i><br />τα [[μεθεόρτια]], τα [[μετά]] την [[εορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑορτή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλ</i>-<i>έορτος</i>)].
|mltxt=[[μεθέορτος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει [[μετά]] την [[εορτή]] («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μεθέορτα</i><br />τα [[μεθεόρτια]], τα [[μετά]] την [[εορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑορτή]] ([[πρβλ]]. <i>φιλ</i>-<i>έορτος</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεθέορτος:''' наступающий после праздника, послепраздничный ([[ἡμέρα]] Plut.).
|elrutext='''μεθέορτος:''' наступающий после праздника, послепраздничный ([[ἡμέρα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθέορτος Medium diacritics: μεθέορτος Low diacritics: μεθέορτος Capitals: ΜΕΘΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: methéortos Transliteration B: metheortos Transliteration C: metheortos Beta Code: meqe/ortos

English (LSJ)

ον, (ἑορτή) A after the feast, μεθέορτοι ἡμέραι, ἡ μ. (sc. ἡμέρα), the morrow of it, Antipho Soph.95, Plu.2.1095a; τὰ μ. AB 279.

German (Pape)

[Seite 111] ἡμέρα, ἡ, der Tag nach dem Feste, Antipho bei Poll. 1, 34; Plut. non posse 12.

Greek (Liddell-Scott)

μεθέορτος: -ον, (ἑορτὴ) μεθέορτοι ἡμέραι, αἱ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέραι, Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 34· ἡ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέρα, Πλούτ. 2. 1095Α· οὕτω, τὰ μεθέορτα, τὰ μετὰ τὴν ἑορτήν, Α. Β. 279, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient après la fête.
Étymologie: μετά, ἑορτή.

Greek Monolingual

μεθέορτος, -ον (ΑM)
1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. Σοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεθέορτα
τα μεθεόρτια, τα μετά την εορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἑορτή (πρβλ. φιλ-έορτος)].

Russian (Dvoretsky)

μεθέορτος: наступающий после праздника, послепраздничный (ἡμέρα Plut.).