μηλωτής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
(6_14)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλωτής''': ὁ, [[ποιμήν]], Ἡσύχ. (μηλότης Schmidt).
|lstext='''μηλωτής''': ὁ, [[ποιμήν]], Ἡσύχ. (μηλότης Schmidt).
}}
{{grml
|mltxt=[[μηλωτής]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ποιμήν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. [[μηλόω]] ([[πρβλ]]. [[μηλωτή]] (Ι)].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 173] ὁ, der Schäfer, wie μηλατάς, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μηλωτής: ὁ, ποιμήν, Ἡσύχ. (μηλότης Schmidt).

Greek Monolingual

μηλωτής, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ποιμήν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μηλόω (πρβλ. μηλωτή (Ι)].