μηλωτής

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

German (Pape)

[Seite 173] ὁ, der Schäfer, wie μηλατάς, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μηλωτής: ὁ, ποιμήν, Ἡσύχ. (μηλότης Schmidt).

Greek Monolingual

μηλωτής, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ποιμήν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μηλόω (πρβλ. μηλωτή (Ι)].