μενέκτυπος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μενέκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενε</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[κτύπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρματό</i>-<i>κτυπος</i>, [[βαρύ]]-<i>κτυπος</i>)].
|mltxt=[[μενέκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενε</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[κτύπος]] ([[πρβλ]]. <i>αρματό</i>-<i>κτυπος</i>, [[βαρύ]]-<i>κτυπος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενέκτῠπος Medium diacritics: μενέκτυπος Low diacritics: μενέκτυπος Capitals: ΜΕΝΕΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: menéktypos Transliteration B: menektypos Transliteration C: menektypos Beta Code: mene/ktupos

English (LSJ)

ον, A steadfast in the battle-din, B.16.1, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 132] = μενέδουπος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μενέκτῠπος: -ον, «ὁ μὴ ψοφοδεὴς» Ἡσύχ., μενέκτυπον Θησέα Βακχυλ. XVI [XVII], 1.

Greek Monolingual

μενέκτυπος, -ον (Α)
αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + κτύπος (πρβλ. αρματό-κτυπος, βαρύ-κτυπος)].