μολυβδοφανής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μολυβδοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει όψη μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>-, | |mltxt=[[μολυβδοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει όψη μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>, αόρ. β' του [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-<i>φανής</i>, <i>χαλκο</i>-<i>φανής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A lead-coloured, χρῶμα Alex.Mynd. ap. Ath.9.391b.
German (Pape)
[Seite 200] ές, wie Blei erscheinend, aussehend, χρῶμα, Ath. IX, 391 b.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοφᾰνής: -ές, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 391Β.
Greek Monolingual
μολυβδοφανής, -ές (Α)
αυτός που έχει όψη μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, αόρ. β' του φαίνομαι), πρβλ. ιππο-φανής, χαλκο-φανής].