μητροπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(25) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητροπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει σε [[μητέρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μητροπρεπῶς</i> (Μ)<br />με τρόπο που αρμόζει σε [[μητέρα]], μητρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), | |mltxt=[[μητροπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει σε [[μητέρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μητροπρεπῶς</i> (Μ)<br />με τρόπο που αρμόζει σε [[μητέρα]], μητρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. <i>ανδρο</i>-<i>πρεπής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 180] ές, der Mutter anständig, geziemend (?).
Greek (Liddell-Scott)
μητροπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς μητέρα, ἐν τῷ ἐπιρρ. -πῶς, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙΙ, 689Α.
Greek Monolingual
μητροπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει σε μητέρα.
επίρρ...
μητροπρεπῶς (Μ)
με τρόπο που αρμόζει σε μητέρα, μητρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο-πρεπής].