μονοσύστατος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοσύστατος]], -ον (Α)<br />(για [[τέχνη]]) αυτός που λαμβάνει [[υπόσταση]] μόνον όταν μπαίνει σε [[εφαρμογή]], όταν ασκείται, όπως π.χ. ο [[χορός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συστατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνίσταμαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>σύστατος</i>].
|mltxt=[[μονοσύστατος]], -ον (Α)<br />(για [[τέχνη]]) αυτός που λαμβάνει [[υπόσταση]] μόνον όταν μπαίνει σε [[εφαρμογή]], όταν ασκείται, όπως π.χ. ο [[χορός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συστατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνίσταμαι]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>σύστατος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοσύστᾰτος Medium diacritics: μονοσύστατος Low diacritics: μονοσύστατος Capitals: ΜΟΝΟΣΥΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: monosýstatos Transliteration B: monosystatos Transliteration C: monosystatos Beta Code: monosu/statos

English (LSJ)

ον, of an art, A existing only while it is being practised, e.g. dancing, Sch.D.T.p.445 H.

Greek Monolingual

μονοσύστατος, -ον (Α)
(για τέχνη) αυτός που λαμβάνει υπόσταση μόνον όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όταν ασκείται, όπως π.χ. ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυ-σύστατος].