μοσχοσφραγιστής: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μοσχοσφραγιστής]], ὁ (Α)<br />αυτός που επέλεγε και σφράγιζε τα μοσχάρια τα οποία προορίζονταν για [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[σφραγιστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σφραγίζω]]), | |mltxt=[[μοσχοσφραγιστής]], ὁ (Α)<br />αυτός που επέλεγε και σφράγιζε τα μοσχάρια τα οποία προορίζονταν για [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[σφραγιστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σφραγίζω]]), [[πρβλ]]. <i>ιερομοσχο</i>-[[σφραγιστής]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 23 August 2021
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who picks out and seals calves for sacrifice, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.7, PGnom.201 (ii A. D.), BGU250.9 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 210] ὁ, der die Kälber zum Opfer aussucht und die ausgewählten mit einem Siegel bezeichnet, Porphyr. de abst. 4, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοσφρᾱγιστής: -οῦ, ὁ, ἐκλέγων καὶ σφραγίζων μόσχους πρὸς θυσίαν, Χαιρήμ. παρὰ Πορφυρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 38.
Greek Monolingual
μοσχοσφραγιστής, ὁ (Α)
αυτός που επέλεγε και σφράγιζε τα μοσχάρια τα οποία προορίζονταν για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + σφραγιστής (< σφραγίζω), πρβλ. ιερομοσχο-σφραγιστής)].