μορφογένεση: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> η [[ανάπτυξη]] της μορφής και τών επιμέρους εσωτερικών δομών του οργανισμού [[κατά]] το εμβρυακό [[στάδιο]], αλλ. μορφογονία<br /><b>2.</b> <b>(γεωμορφ.)</b> [[αρχή]] σύμφωνα με την οποία οι ομοιότητες τών μορφών του αναγλύφου της γήινης επιφάνειας οφείλονται [[κυρίως]] σε ομοιότητες τών κλιματικών συνθηκών που επικρατούν στις εξεταζόμενες περιοχές («[[ανθρωπογενής]] [[μορφογένεση]]» — η [[μορφολογία]] μιας περιοχής που προκύπτει με τις ενέργειες του ανθρώπου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> η [[ανάπτυξη]] της μορφής και τών επιμέρους εσωτερικών δομών του οργανισμού [[κατά]] το εμβρυακό [[στάδιο]], αλλ. μορφογονία<br /><b>2.</b> <b>(γεωμορφ.)</b> [[αρχή]] σύμφωνα με την οποία οι ομοιότητες τών μορφών του αναγλύφου της γήινης επιφάνειας οφείλονται [[κυρίως]] σε ομοιότητες τών κλιματικών συνθηκών που επικρατούν στις εξεταζόμενες περιοχές («[[ανθρωπογενής]] [[μορφογένεση]]» — η [[μορφολογία]] μιας περιοχής που προκύπτει με τις ενέργειες του ανθρώπου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>morphogenesis</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> [[γένεση]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. βιολ. η ανάπτυξη της μορφής και τών επιμέρους εσωτερικών δομών του οργανισμού κατά το εμβρυακό στάδιο, αλλ. μορφογονία
2. (γεωμορφ.) αρχή σύμφωνα με την οποία οι ομοιότητες τών μορφών του αναγλύφου της γήινης επιφάνειας οφείλονται κυρίως σε ομοιότητες τών κλιματικών συνθηκών που επικρατούν στις εξεταζόμενες περιοχές («ανθρωπογενής μορφογένεση» — η μορφολογία μιας περιοχής που προκύπτει με τις ενέργειες του ανθρώπου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morphogenesis (< μορφή + γένεση)].