μονοκλινής: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μονοκλινής]]<br /><b>γεωλ.</b> απλή [[πτυχή]] σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία [[είναι]] σχετικά οριζόντια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μονοκλινές [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>monocline</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μονοκλινής]]<br /><b>γεωλ.</b> απλή [[πτυχή]] σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία [[είναι]] σχετικά οριζόντια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μονοκλινές [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monocline</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
1. το θηλ. ως ουσ. η μονοκλινής
γεωλ. απλή πτυχή σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία είναι σχετικά οριζόντια
2. φρ. «μονοκλινές σύστημα»
(κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monocline (< μον(ο)- + -κλινής < κλίνω)].