χριστουγεννιάτικος: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(47b) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[Χριστούγεννα]] ή αυτός που γίνεται στη [[διάρκεια]] τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο [[δένδρο]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χριστουγεννιάτικα Ν</i><br />την [[ημέρα]] τών Χριστουγέννων, [[κατά]] τις γιορτές τών Χριστουγέννων («χριστουγεννιάτικα μάς ήλθε το [[μαντάτο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστούγεννα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ( | |mltxt=-η, -ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[Χριστούγεννα]] ή αυτός που γίνεται στη [[διάρκεια]] τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο [[δένδρο]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χριστουγεννιάτικα Ν</i><br />την [[ημέρα]] τών Χριστουγέννων, [[κατά]] τις γιορτές τών Χριστουγέννων («χριστουγεννιάτικα μάς ήλθε το [[μαντάτο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστούγεννα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. <i>χειμων</i>-<i>ιάτικος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα ή αυτός που γίνεται στη διάρκεια τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο δένδρο»).
επίρρ...
χριστουγεννιάτικα Ν
την ημέρα τών Χριστουγέννων, κατά τις γιορτές τών Χριστουγέννων («χριστουγεννιάτικα μάς ήλθε το μαντάτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστούγεννα + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. χειμων-ιάτικος)].