μονόστομος: Difference between revisions
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[στόμα]] ή ένα μόνο [[άνοιγμα]], μία μόνο οπή<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονόστομα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που [[είναι]] παράσιτα τών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μία μόνο [[κόψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μονο</i>-<i>στόματος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[στόμα]] ή ένα μόνο [[άνοιγμα]], μία μόνο οπή<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονόστομα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που [[είναι]] παράσιτα τών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μία μόνο [[κόψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μονο</i>-<i>στόματος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>δί</i>-<i>στομος</i><br />η λ., με τη νεοελλ. σημ. ως όρος της ζωολογίας, [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monostomous</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with one opening, of a fistula, Heliod. ap. Orib. 44.23.68, Paul.Age.6.77. II one-edged, Sch.Il.23.851, Hsch. s.v. σάγαρις, Suid.s.v. ἡμιπέλεκκα.
German (Pape)
[Seite 205] mit einem Munde, – mit einer Schneide, Hesych. v. σάγαρις.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστομος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον στόμα, Ὀρειβάσ. σελ. 25 Mai. II. ὁ ἔχων μίαν μόνην κόψιν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 852, Ἡσύχ. Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόστομος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο στόμα ή ένα μόνο άνοιγμα, μία μόνο οπή
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονόστομα
ζωολ. γένος διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που είναι παράσιτα τών πτηνών
αρχ.
αυτός που έχει μία μόνο κόψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μονο-στόματος < μον(ο)- -στόμος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος
η λ., με τη νεοελλ. σημ. ως όρος της ζωολογίας, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. monostomous].