χρωστήρας: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[χρωστήρ]], -ῆρος, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] για [[βάψιμο]], κν. [[πινέλο]], [[βούρτσα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που μπορεί να χρωματίσει («χρωστὴρ [[μόλυβος]]» — το [[κοντύλι]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρωσ</i>- του ρ. [[χρώννυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> παθ. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>χρωσ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>(<i>ας</i>)].
|mltxt=ο / [[χρωστήρ]], -ῆρος, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] για [[βάψιμο]], κν. [[πινέλο]], [[βούρτσα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που μπορεί να χρωματίσει («χρωστὴρ [[μόλυβος]]» — το [[κοντύλι]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρωσ</i>- του ρ. [[χρώννυμι]] ([[πρβλ]]. παθ. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>χρωσ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>(<i>ας</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο / χρωστήρ, -ῆρος, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργαλείο για βάψιμο, κν. πινέλο, βούρτσα
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που μπορεί να χρωματίσει («χρωστὴρ μόλυβος» — το κοντύλι, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρωσ- του ρ. χρώννυμι (πρβλ. παθ. παρακμ. κέ-χρωσ-μαι) + κατάλ. -τήρ(ας)].