χρωστήρ
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
χρωστῆρος, ὁ, that which colours or dyes: χ. μόλυβος a lead-pencil, AP6.68 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 1384] ῆρος, ὁ, der färbt, abfärbt, χρωστὴρ μόλυβος, der Bleistift, Iul. Aeg. 11 (VI, 68).
Greek (Liddell-Scott)
χρωστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ χρωματίζων, χρ. μόλυβος, μολυβδοκόνδυλον, Ἀνθ. Παλατ. 6. 68.
Russian (Dvoretsky)
χρωστήρ: ῆρος ὁ краситель: χ. μόλιβος Anth. свинцовый грифель, карандаш.