χρυσοφόρμιγξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιγγος, ὁ, Α<br />(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει [[χρυσή]] [[φόρμιγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρμιγξ]] «[[λύρα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ποικιλο</i>-[[φόρμιγξ]])].
|mltxt=-ιγγος, ὁ, Α<br />(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει [[χρυσή]] [[φόρμιγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρμιγξ]] «[[λύρα]]» ([[πρβλ]]. <i>ποικιλο</i>-[[φόρμιγξ]])].
}}
}}

Revision as of 15:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ιγγος, ὁ, Α
(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει χρυσή φόρμιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + φόρμιγξ «λύρα» (πρβλ. ποικιλο-φόρμιγξ)].