χτικιό: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[φυματίωση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βάσανο]], [[ταλαιπωρία]] («[[είναι]] [[χτικιό]] να πλένεις αυτές τις βρομιές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[χτικιάζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τρέχω]]: [[τρεχιό]], [[φεύγω]]: [[φευγιό]])].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[φυματίωση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βάσανο]], [[ταλαιπωρία]] («[[είναι]] [[χτικιό]] να πλένεις αυτές τις βρομιές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[χτικιάζω]] ([[πρβλ]]. [[τρέχω]]: [[τρεχιό]], [[φεύγω]]: [[φευγιό]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

το, Ν
1. η φυματίωση
2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρίαείναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)].