χρυσόπορος: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(6_17) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσόπορος''': -ον, ὁ ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένος, μίτοι χρ., κλωσταὶ ἐκ χρυσοῦ, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 388, ὕποπτ. | |lstext='''χρῡσόπορος''': -ον, ὁ ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένος, μίτοι χρ., κλωσταὶ ἐκ χρυσοῦ, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 388, ὕποπτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />[[χρυσοποίκιλτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), [[πρβλ]]. <i>ὑδρό</i>-<i>πορος</i>, αν δεν πρόκειται για δ. γρφ. [[αντί]] του [[χρυσοφόρος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:35, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1382] golden hindurchgehend, μίτοι Paul. Sil. ecphr. 388.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπορος: -ον, ὁ ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένος, μίτοι χρ., κλωσταὶ ἐκ χρυσοῦ, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 388, ὕποπτ.
Greek Monolingual
-ον, Μ
χρυσοποίκιλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πορος (< πόρος), πρβλ. ὑδρό-πορος, αν δεν πρόκειται για δ. γρφ. αντί του χρυσοφόρος.