ψυχοπότης: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πίνει [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]]), | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πίνει [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]]), [[πρβλ]]. <i>γλυκυ</i>-[[πότης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A drinking the life, i. e. the blood, Hsch. s.v. εἰαροπότης.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων τὴν ψυχήν, δηλ. τὸ αἷμα, Ἡσύχ. ἐν λ. εἰαροπότης, ἣν ἑρμηνεύει: «αἱμοπότης, ψυχοπότης».
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πίνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γλυκυ-πότης.