ψευδίστατος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(47c)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιστάτη, -ον, ΜΑ<br />[[ανώμαλος]] τ. υπερθ. του [[ψευδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψευδής]], [[κατά]] τα υπερθ. σε -<i>ίστατος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαλ</i>-<i>ίστατος</i>)].
|mltxt=-ιστάτη, -ον, ΜΑ<br />[[ανώμαλος]] τ. υπερθ. του [[ψευδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψευδής]], [[κατά]] τα υπερθ. σε -<i>ίστατος</i> ([[πρβλ]]. <i>λαλ</i>-<i>ίστατος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:45, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1394] att. superl. zu ψευδής, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Sp. irrég. de ψευδής.

Greek Monolingual

-ιστάτη, -ον, ΜΑ
ανώμαλος τ. υπερθ. του ψευδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα υπερθ. σε -ίστατος (πρβλ. λαλ-ίστατος)].