ἀκεσίμβροτος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκεσίμβροτος]], ο (Α)<br />αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, <b>Ορφ.</b> Λιθ. 8).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]]<br / | |mltxt=[[ἀκεσίμβροτος]], ο (Α)<br />αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, <b>Ορφ.</b> Λιθ. 8).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]]<br />[[πρβλ]]. [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A healing mortals, of Asclepius, Orph.L.8; ἀ. ἄνθος Poet. deherb.146.
German (Pape)
[Seite 71] Menschen heilend, Asklepios, bei Orph. Lith. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεσίμβροτος: [ᾰ], -ον, ὁ θεραπεύων βροτούς, περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 8.
Greek Monolingual
ἀκεσίμβροτος, ο (Α)
αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + βροτός
πρβλ. τερψίμβροτος.