ἀχάρνας: Difference between revisions
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(7) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄχαρνος]] Call.Com.6.2; ἀχαρνώς <i>An.Bachm</i>.1.174, <i>Cyran</i>.4.33.2; ἀχαρνάν Diph.Siph. en Ath.356b; [[ἀκάρναξ]] Hsch.; lat. acharna</i> Plin.<i>HN</i> 32.145; acarna</i> Enn.<i>Var</i>.43; acernia</i>, <i>Gloss</i>.3.186.60<br />ict. [[lubina]], [[Labrax lupus]] Call.Com.l.c., Arist.<i>HA</i> 591<sup>b</sup>1 (pero [[ἄρχανος]], ἄρχαρνος cód.), 602<sup>a</sup>12, Diph.Siph.l.c., Enn.l.c., Plin.l.c., Marc.Sid.12, <i>Cyran</i>.l.c., <i>An.Bachm</i>.l.c., <i>Gloss</i>.l.c., quizá Hsch.s.u. ἀχάρνα, ἀχέρλα. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀχάρνας]], -ου και ἄχαρνος, -ου και [[ἀχαρνώς]], -ώ (Α)<br />[[ονομασία]] ψαριού, ο [[ροφός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. λόγω του συμπλέγματος -<i>ρν</i>- το οποίο [[είναι]] προελληνικό [[επίθημα]] και απαντά σε λέξεις που [[είναι]] [[συνήθως]] δάνεια ( | |mltxt=[[ἀχάρνας]], -ου και ἄχαρνος, -ου και [[ἀχαρνώς]], -ώ (Α)<br />[[ονομασία]] ψαριού, ο [[ροφός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. λόγω του συμπλέγματος -<i>ρν</i>- το οποίο [[είναι]] προελληνικό [[επίθημα]] και απαντά σε λέξεις που [[είναι]] [[συνήθως]] δάνεια ([[πρβλ]]. [[σμύρνα]], [[κόθορνος]], [[κέρνος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχάρνας:''' ου ὁ предполож. рыба анаррих (Anarrhichas [[lupus]] или [[rufus]]) Arst. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:00, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 417] Arist. ἀχαρνός, Ath. VII, 286 b; oder ἀχαρνώς, Callias in B. A. p. 474; ein Meerfisch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἄχαρνος Call.Com.6.2; ἀχαρνώς An.Bachm.1.174, Cyran.4.33.2; ἀχαρνάν Diph.Siph. en Ath.356b; ἀκάρναξ Hsch.; lat. acharna Plin.HN 32.145; acarna Enn.Var.43; acernia, Gloss.3.186.60
ict. lubina, Labrax lupus Call.Com.l.c., Arist.HA 591b1 (pero ἄρχανος, ἄρχαρνος cód.), 602a12, Diph.Siph.l.c., Enn.l.c., Plin.l.c., Marc.Sid.12, Cyran.l.c., An.Bachm.l.c., Gloss.l.c., quizá Hsch.s.u. ἀχάρνα, ἀχέρλα.
Greek Monolingual
ἀχάρνας, -ου και ἄχαρνος, -ου και ἀχαρνώς, -ώ (Α)
ονομασία ψαριού, ο ροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. λόγω του συμπλέγματος -ρν- το οποίο είναι προελληνικό επίθημα και απαντά σε λέξεις που είναι συνήθως δάνεια (πρβλ. σμύρνα, κόθορνος, κέρνος κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
ἀχάρνας: ου ὁ предполож. рыба анаррих (Anarrhichas lupus или rufus) Arst.