ἀχάρνας

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

German (Pape)

[Seite 417] Arist. ἀχαρνός, Ath. VII, 286 b; oder ἀχαρνώς, Callias in B. A. p. 474; ein Meerfisch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἄχαρνος Call.Com.6.2; ἀχαρνώς An.Bachm.1.174, Cyran.4.33.2; ἀχαρνάν Diph.Siph. en Ath.356b; ἀκάρναξ Hsch.; lat. acharna Plin.HN 32.145; acarna Enn.Var.43; acernia, Gloss.3.186.60
ict. lubina, Labrax lupus Call.Com.l.c., Arist.HA 591b1 (pero ἄρχανος, ἄρχαρνος cód.), 602a12, Diph.Siph.l.c., Enn.l.c., Plin.l.c., Marc.Sid.12, Cyran.l.c., An.Bachm.l.c., Gloss.l.c., quizá Hsch.s.u. ἀχάρνα, ἀχέρλα.

Greek Monolingual

ἀχάρνας, -ου και ἄχαρνος, -ου και ἀχαρνώς, -ώ (Α)
ονομασία ψαριού, ο ροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. λόγω του συμπλέγματος -ρν- το οποίο είναι προελληνικό επίθημα και απαντά σε λέξεις που είναι συνήθως δάνεια (πρβλ. σμύρνα, κόθορνος, κέρνος κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἀχάρνας: ου ὁ предполож. рыба анаррих (Anarrhichas lupus или rufus) Arst.