ἑτεροσκελής: Difference between revisions
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροσκελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο [[ανισοσκελής]], ο [[ετερόπους]], ο [[χωλός]], ο [[κουτσός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ετεροσκελής]] [[ισολογισμός]]» <br />α) ο [[ισολογισμός]] που περιέχει μόνο το [[κεφάλαιο]] τών εσόδων ή τών εξόδων<br />β) ο [[ισολογισμός]] στον οποίο οι εισπράξεις δεν εξισούνται [[προς]] τις δαπάνες ([[αντί]] του [[ανισοσκελής]])<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[τρίγωνο]]) αυτός που έχει τα σκέλη άνισα, ο [[ανισοσκελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροσκελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο [[ανισοσκελής]], ο [[ετερόπους]], ο [[χωλός]], ο [[κουτσός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ετεροσκελής]] [[ισολογισμός]]» <br />α) ο [[ισολογισμός]] που περιέχει μόνο το [[κεφάλαιο]] τών εσόδων ή τών εξόδων<br />β) ο [[ισολογισμός]] στον οποίο οι εισπράξεις δεν εξισούνται [[προς]] τις δαπάνες ([[αντί]] του [[ανισοσκελής]])<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[τρίγωνο]]) αυτός που έχει τα σκέλη άνισα, ο [[ανισοσκελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A with uneven legs, Hippiatr.13; of a triangle, scalene, Poll.4.161.
German (Pape)
[Seite 1050] ές, mit ungleichen Schenkeln, Mathem. u. Poll. 4, 160; – auf einem Beine lahm, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροσκελής: -ές, ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Ἱππιατρ. 13. σ. 53· ἐπὶ τριγώνου, τρίγωνον ἰσοσκελές, ἑτεροσκελές, σκαληνόν Πολυδ. Δ΄, 161.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, -ές)
νεοελλ.-μσν.
(για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός
νεοελλ.
φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός»
α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών εξόδων
β) ο ισολογισμός στον οποίο οι εισπράξεις δεν εξισούνται προς τις δαπάνες (αντί του ανισοσκελής)
αρχ.
(για τρίγωνο) αυτός που έχει τα σκέλη άνισα, ο ανισοσκελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].