ἡδυπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο [[πρόσωπο]]. <b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[πρόσωπος]], <i>δι</i>-[[πρόσωπος]].
|mltxt=[[ἡδυπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο [[πρόσωπο]]. <b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[πρόσωπος]], <i>δι</i>-[[πρόσωπος]].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυπρόσωπος Medium diacritics: ἡδυπρόσωπος Low diacritics: ηδυπρόσωπος Capitals: ΗΔΥΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: hēdyprósōpos Transliteration B: hēdyprosōpos Transliteration C: idyprosopos Beta Code: h(dupro/swpos

English (LSJ)

ον, A of sweet countenance, χόνδρος Matro Conv.102.

German (Pape)

[Seite 1154] mit anmuthigem Gesicht, χόνδρος, bei Ath. IV, 136 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπρόσωπος: -ον, ἔχων ἡδὺ πρόσωπον, γλυκεῖαν ὄψιν, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136F.

Greek Monolingual

ἡδυπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο πρόσωπο. ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α-πρόσωπος, δι-πρόσωπος.