ἀσίδα: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσίδα]], η (Α)<br />ο [[πελαργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως ( | |mltxt=[[ἀσίδα]], η (Α)<br />ο [[πελαργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. εβρ. <i>h</i><sup>a</sup><i>sidhgah</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, = Hebr.
A ḥasidhah, stork, LXX Jb.39.13, Je.8.7: cf. ἄσιδον· ἐρωδιός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσίδα: ἡ, = πελαργός, κοιν. «λελέκι», κατ’ ἄλλους ἐρωδιός, Ἑβδ. (Ἱερ. η΄, 7).
Spanish (DGE)
ἡ
transcr. del n. hebr. ḫasīdhāh, cigüeña LXX Ib.39.13, Ie.8.7, cf. ἀσίδα· ἐρῳδιόν Hsch.
Greek Monolingual
ἀσίδα, η (Α)
ο πελαργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. hasidhgah)].