ἰβυκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰβυκτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />(στην [[Κρήτη]]) αυτός που κάνει την [[έναρξη]] πολεμικού άσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιβύ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτηρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζευ</i>-<i>κτήρ</i>, <i>θελ</i>-<i>κτήρ</i>)].
|mltxt=[[ἰβυκτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />(στην [[Κρήτη]]) αυτός που κάνει την [[έναρξη]] πολεμικού άσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιβύ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτηρ</i> ([[πρβλ]]. <i>ζευ</i>-<i>κτήρ</i>, <i>θελ</i>-<i>κτήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰβυκτήρ Medium diacritics: ἰβυκτήρ Low diacritics: ιβυκτήρ Capitals: ΙΒΥΚΤΗΡ
Transliteration A: ibyktḗr Transliteration B: ibyktēr Transliteration C: ivyktir Beta Code: i)bukth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, in Cretan, A one who begins a war-song, Hsch. (-βηκ- cod.). ἰβύκχα· σεμνότης, ἢ σωρὸς κρεῶν, Id. (-ύηχ- cod.). ἶβυξ, υκος,= ἶβις, Id. ἴβυς, υος, ὁ,= εὐφημία, στιγμή, Id. ἰβύω, shout: strike, Id.; cf. ἰβῶν· εὐφημῶν, στάζων, Id. ἴγα, in Cretan,= σίγα, Id. ἴγγι τινί: ἐπιθυμίᾳ τινὶ ἑλκομένη, Id. (leg. ἴυγγι). ἴγγια· εἷς (Cypr.), Id. ἴγδην and ἴγνην· ἄρσην, Id.

Greek Monolingual

ἰβυκτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(στην Κρήτη) αυτός που κάνει την έναρξη πολεμικού άσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ + -κτηρ (πρβλ. ζευ-κτήρ, θελ-κτήρ)].