ἱμαντοπάροχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμαντοπάροχος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελαιο</i>-[[πάροχος]], <i>υδρο</i>-[[πάροχος]].
|mltxt=[[ἱμαντοπάροχος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), [[πρβλ]]. <i>ελαιο</i>-[[πάροχος]], <i>υδρο</i>-[[πάροχος]].
}}
}}

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαντοπάροχος Medium diacritics: ἱμαντοπάροχος Low diacritics: ιμαντοπάροχος Capitals: ΙΜΑΝΤΟΠΑΡΟΧΟΣ
Transliteration A: himantopárochos Transliteration B: himantoparochos Transliteration C: imantoparochos Beta Code: i(mantopa/roxos

English (LSJ)

ὁ, A purveyor of straps, etc., for the races, CIG2758 D6 (Aphrodisias).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντοπάροχος: ὁ, ὁ παρέχων ἱμάντας διὰ τοὺς ἀγῶνας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ D. 6.

Greek Monolingual

ἱμαντοπάροχος, ὁ (Α)
αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιο-πάροχος, υδρο-πάροχος.