ἱερόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερόδρομος]], ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες<br /><b>2.</b> (για [[πηγή]]) αυτή που τρέχει ως [[ιερό]] [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(-<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>δρομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δρομος</i>].
|mltxt=[[ἱερόδρομος]], ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες<br /><b>2.</b> (για [[πηγή]]) αυτή που τρέχει ως [[ιερό]] [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(-<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>δρομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δρομος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόδρομος Medium diacritics: ἱερόδρομος Low diacritics: ιερόδρομος Capitals: ΙΕΡΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: hieródromos Transliteration B: hierodromos Transliteration C: ierodromos Beta Code: i(ero/dromos

English (LSJ)

ον, A flowing in a sacred stream, ὕδωρ Epigr.Gr.835b4 (Berytus): poet. ἱρό-, running in sacred races, Philox. 15.

Greek Monolingual

ἱερόδρομος, ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)
1. αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες
2. (για πηγή) αυτή που τρέχει ως ιερό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(-ο) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμφί-δρομος, υψί-δρομος].