ἱκετώσυνος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱκετώσυνος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἱκετώσυνα]] [[ἱερά]]» — αγνισμοί, [[κάθαρση]] από [[ανθρωποκτονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσυνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιερώσυνος]]). Το -<i>ω</i>-του τ. οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως].
|mltxt=[[ἱκετώσυνος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἱκετώσυνα]] [[ἱερά]]» — αγνισμοί, [[κάθαρση]] από [[ανθρωποκτονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσυνος</i> ([[πρβλ]]. [[ιερώσυνος]]). Το -<i>ω</i>-του τ. οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως].
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1248] = ἱκετήριος; τὰ ἱκετώσυνα, das Opfer, mit dem der als Schutzflehender kommende Mörder gereinigt wird, Hesych.

Greek Monolingual

ἱκετώσυνος, -ον (Α)
φρ. «ἱκετώσυνα ἱερά» — αγνισμοί, κάθαρση από ανθρωποκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ώσυνος (πρβλ. ιερώσυνος). Το -ω-του τ. οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως].