ευμήκης: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐμήκης]], -ες, Α δωρ. τ. [[εὐμάκης]])<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[ψηλός]], αυτός που έχει υψηλό [[ανάστημα]] («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[εκτεταμένος]] [[κατά]] [[μήκος]], ο [[μακρός]], ο [[επιμήκης]] («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε<br />τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σημαντικός]], [[αξιόλογος]] («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔμηκες</i><br />[[είδος]] βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐμήκης]], -ες, Α δωρ. τ. [[εὐμάκης]])<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[ψηλός]], αυτός που έχει υψηλό [[ανάστημα]] («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[εκτεταμένος]] [[κατά]] [[μήκος]], ο [[μακρός]], ο [[επιμήκης]] («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε<br />τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σημαντικός]], [[αξιόλογος]] («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔμηκες</i><br />[[είδος]] βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. [[επιμήκης]], [[ουρανομήκης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ εὐμήκης, -ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης)
1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)
2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε
τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. συνεκδ. σημαντικός, αξιόλογος («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμηκες
είδος βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης, ουρανομήκης].