ευμήκης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐμήκης]], -ες, Α δωρ. τ. [[εὐμάκης]])<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[ψηλός]], αυτός που έχει υψηλό [[ανάστημα]] («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[εκτεταμένος]] [[κατά]] [[μήκος]], ο [[μακρός]], ο [[επιμήκης]] («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε<br />τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σημαντικός]], [[αξιόλογος]] («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔμηκες</i><br />[[είδος]] βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>μήκης</i>, <i>ουρανο</i>-<i>μήκης</i>].
|mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐμήκης]], -ες, Α δωρ. τ. [[εὐμάκης]])<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[ψηλός]], αυτός που έχει υψηλό [[ανάστημα]] («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[εκτεταμένος]] [[κατά]] [[μήκος]], ο [[μακρός]], ο [[επιμήκης]] («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε<br />τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σημαντικός]], [[αξιόλογος]] («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔμηκες</i><br />[[είδος]] βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. [[επιμήκης]], [[ουρανομήκης]]].
}}
}}

Revision as of 17:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ εὐμήκης, -ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης)
1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)
2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε
τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. συνεκδ. σημαντικός, αξιόλογος («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμηκες
είδος βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης, ουρανομήκης].