ζυμοτεχνία: Difference between revisions
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>(μικροβιολ.)</b><br /><b>1.</b> [[κλάδος]] της μικροβιολογίας που ασχολείται με τη [[μελέτη]] τών διαφόρων ζυμώσεων και την [[καλλιέργεια]] ειδικών στελεχών που έχουν επιλεγεί και χρησιμοποιούνται στη [[βιομηχανία]] ζωοτροφών, ποτών κ.λπ.<br /><b>2.</b> η σχετική με τις ζυμώσεις και τη [[ζύμη]] [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζύμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>τεχνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), | |mltxt=η<br /><b>(μικροβιολ.)</b><br /><b>1.</b> [[κλάδος]] της μικροβιολογίας που ασχολείται με τη [[μελέτη]] τών διαφόρων ζυμώσεων και την [[καλλιέργεια]] ειδικών στελεχών που έχουν επιλεγεί και χρησιμοποιούνται στη [[βιομηχανία]] ζωοτροφών, ποτών κ.λπ.<br /><b>2.</b> η σχετική με τις ζυμώσεις και τη [[ζύμη]] [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζύμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>τεχνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[ευρεσιτεχνία]], [[κακοτεχνία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο <i>Λεξικόν γαλλικής γλώσσης</i> του Γρηγ. Ζαλίκογλου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:41, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
(μικροβιολ.)
1. κλάδος της μικροβιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών διαφόρων ζυμώσεων και την καλλιέργεια ειδικών στελεχών που έχουν επιλεγεί και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ζωοτροφών, ποτών κ.λπ.
2. η σχετική με τις ζυμώσεις και τη ζύμη τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + -τεχνία (< -τεχνης < τέχνη), πρβλ. ευρεσιτεχνία, κακοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν γαλλικής γλώσσης του Γρηγ. Ζαλίκογλου].