ευρεσιτεχνία

Greek Monolingual

η
1. η επινόηση, η εφεύρεση μέσου, προϊόντος, μεθόδου ή διαδικασίας παραγωγής ή επεξεργασίας νέων και άγνωστων προηγουμένως
2. φρ. «δίπλωμα ευρεσιτεχνίας» — επίσημος τίτλος που παρέχει στον εφευρέτη το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως της εφευρέσεώς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσί-τεχνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Εφημερίς].