θεατροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θεατροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[θέατρο]], που έχει [[σχήμα]] θεάτρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεατροειδῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> θεατρικά, σαν [[θέατρο]]<br /><b>2.</b> ως [[θεατής]] στο [[θέατρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]] ([[πρβλ]]. <i>ατρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>)].
|mltxt=-ές (Α [[θεατροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[θέατρο]], που έχει [[σχήμα]] θεάτρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεατροειδῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> θεατρικά, σαν [[θέατρο]]<br /><b>2.</b> ως [[θεατής]] στο [[θέατρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]] ([[πρβλ]]. [[ατρακτοειδής]], [[ευειδής]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θεᾱτροειδής:''' имеющий вид (амфи)театра (ἡ [[Ῥόδος]] Diod.).
|elrutext='''θεᾱτροειδής:''' имеющий вид (амфи)театра (ἡ [[Ῥόδος]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 17:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱτροειδής Medium diacritics: θεατροειδής Low diacritics: θεατροειδής Capitals: ΘΕΑΤΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: theatroeidḗs Transliteration B: theatroeidēs Transliteration C: theatroeidis Beta Code: qeatroeidh/s

English (LSJ)

ές, A like a theatre, πέτρα Str.4.1.4, cf. D.S.19.45. Adv. -δῶς Str.16.2.41; like the spectators in a theatre, Crito ap.Gal. 12.458.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, theaterförmig, D. Sic. 19, 45; Strab. IV, 179; auch adv., XVI, 763.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτροειδής: -ές, ὅμοιος θεάτρῳ, πέτρα Στράβ. 179· θεατροειδοῦς οὔσης τῆς Ρόδου Διόδ. 19. 45. Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 763.

Greek Monolingual

-ές (Α θεατροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με θέατρο, που έχει σχήμα θεάτρου.
επίρρ...
θεατροειδῶς (Α)
1. θεατρικά, σαν θέατρο
2. ως θεατής στο θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -ειδής < είδος (πρβλ. ατρακτοειδής, ευειδής)].

Russian (Dvoretsky)

θεᾱτροειδής: имеющий вид (амфи)театра (ἡ Ῥόδος Diod.).